- ξεστράβωμα
- τό1) выпрямление, выправление; разгибание; 2) возвращение зрения; прозрение (тж. перен. ); 3) перен. обучение, просвещение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεστράβωμα — το [ξεστραβώνω] 1. η μετατροπή ενός στραβού πράγματος σε ίσιο, το ίσιωμα 2. ανάκτηση τής όρασης 3. μτφ. α) η απόκτηση μόρφωσης για ορθή κρίση και αντίληψη β) η εξαγωγή ή η έξοδος κάποιου από την πλάνη, από την απάτη ή από την άγνοια … Dictionary of Greek
ξεστράβωμα — το ατος 1. το να γίνει κάτι από στραβό ίσιο. 2. απόκτηση της όρασης. 3. μτφ., μόρφωση. 4. μτφ., έξοδος από την πλάνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)